πολλές λέξεις τις νέας ελληνικής αποτελούν αντιδάνεια (τα παρακάτω παραδείγματα προέρχονται από βοήθημα ειδικού σεμιναρίου που γίνεται στο χώρο μας με αντικείμενο την ελληνική γλώσσα)
παραδείγματα αντιδανείου :
βάρκα αντιδάν. < λατ. barca < barica < βᾶρις
γαλότσα (ίσως) αντιδάν. < λατ. calopus < καλόπους
γάμπα αντιδάν. < υστ.λατ. gamba = πόδι ζώου <καμπή
γαρύφαλο αντιδάν. < λατ. caryophyllum < καρυόφυλλον
γκράφιτι αντιδάν. < ιταλ. graffito χάραγμα < λατ. graphium = γραφίδα < αρχ. γραφεῖον
γόμμα αντιδάν. < ιταλ. gomma < λατιν. gummi < κόμμι
γόνδολα αντιδάν. < βεν. gondola < κονδοῦραι = μικρά σκάφη στη Δαλματία < κόντουρος < κοντός + οὐρά
ζαμπόν αντιδάν. < γαλλ. jambon < υστλατ. gamba < αρχ. καμπή, (δωρ.) καμπά (διότι από χοιρομέρι)
ζάντα αντιδάν. < γαλλ. jante < δημ. λατ. *cambita = καμπύλη < υστλατ. gamba < αρχ. καμπή
θεριακλής < θεριακή < τουρκ. tiryaki = τοξικομανής < tiryak = όπιο < ελνστ. θηριακή < θηριακός = σχετικός με δηλητηριώδη ζώα < αρχ. θηρίον
καλέμι < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < κάλαμος
καλίμπρα < γαλλ. calibre <ιταλ. calibro <αραβ. qalib < καλόπους
καλούπι < τουρκ. kalip < αραβ. qalib < καλόπους
καμβάς < γαλλ. canevas < υστλατ. ca(n)napus < λατ. cannabis < αρχ. κάνναβις
καραμέλα < ιταλ. caramella < λατ. calamellus < calamus < αρχ. κάλαμος (στη σημασία επέδρασε το canna mellis = ζαχαροκάλαμο
καρέκλα < βεν. charegla < υστλατ. cathecra < λατ. cathedra < καθέδρα
κάρτα < ιταλ. carta < λατ. charta < χάρτης
καρτέλ < γερμ. Kartell = γραπτό συμβόλαιο < γαλλ. cartel < ιταλ. carta < λατ. charta < χάρτης
καρτούν < αγγλ. cartoon < ιταλ. cartone: μεγεθ. του carta < λατ. charta < χάρτης
καρώτο < ιταλ. carota < υστλατ. carota < ελνστ. καρωτόν < αρχ. κάρα
καστάνια < ιταλ. castagna < λατ. castanea < ελνστ. καστανέα < κάστανον > καστανιέτα
κατακόμβη < κατά + cumba / cymba = πλοιάριο (που μετέφερε τους νεκρούς στον κάτω κόσμο) < αρχ. κύμβη (στο οποίο επέδρασε το ουσ. τύμβος)
κηροζίνη < αγγλ. kerosene < κηρός
κομεντί < γαλλ. comédie < λατ. comoedia < κωμῳδία (από δω και το κόμικς)
κουρδίζω < κορδίζω < κόρδα < λατ. c(h)orda < χορδή
κρέμα < ιταλ. crema < γαλλ. chreme < λατ. chrisma < χρῖσμα
λαζάνια < ιταλ. lasagna < λατ. lasania < λάσανον
λάμπα < ιταλ. lampa < λατ. lampas < λαμπάς (λυχνία)
μαϊντανός < τουρ. maidanoz < magdanos < μεσν. μακεδονήσιον
μαρμελάδα < γαλλ. marmelade < λατ. melimelum < μελίμηλον < μέλι + μῆλον
μετρό < γαλλ. métro < métropolitain < μητροπολιτικός
μορταντέλα < ιταλ. mortadella < λατ. murtatum = αλλαντικό καρυκευμένο με μυρσίνη < murtus < μύρτον
μπάζα (τα άχρηστα οικοδομικά) < ιταλ. basa = βάση, θεμέλιο κτηρίου < basis < βάσις
μπαλλάντα < προβηγκ. balada < υστλατ. ballare < βαλλίζω < βάλλω // μπάλλος, μπαλλαντέρ, μπαλλαρίνα, μπαλλέτο, μπαλλαντέζα
μπάνιο < ιταλ. bagno < λατ. balneum < βαλανεῖον < βαλανεύς = λουτροχόος / βάλανος = φιάλη
μπαρούτι < τουρκ. barut < αραβ. barud < πυρῖτις (λίθος) = τσακμακόπετρα
μπόρα < βενετ. bora < λατ. boreas < βορέας (> μπουρίνι)
μπουκάλι < βενετ. bocal < ιταλ. boccale < λατ. baucalis < βαύκαλις = δοχείο με στενό στόμιο
μωσαϊκό < ιταλ. mosaico < λατ. mosaicum < μωσίον ή μουσαῖον
ντισκοτέκ < γαλλ. discothèque< δίσκος + θήκη
πάπας < papa < αρχ. πάππας: νηπιακή λ. για το μπαμπάς [διπλασιασμ. του πα(τήρ)] > παππάς, παππούς
πάστα < ιταλ. pasta < πάστη = ζύμη [παστίτσιο]
πελεκάνος < λατ. pelecanus < αρχ. πελεκάν (ομόρριζο του πέλεκυς, λόγω ομοιότητας του ράμφους)
πέναλτι < αγγλ. penalty <μεσν. λατ. poenalitas < λατ. poenalis < poena < αρχ. ποινή
πιάτο < ιταλ. piatto < λατ. plattus < πλατύς
πιάτσα < ιταλ. piazza < λατ. platea < πλατεῖα (ὁδός)
πίτα < ιταλ. pitta < αρχ. πίττα / πίσσα = πρόχειρο άζυμο ψωμί (κατ΄άλλους: λατ. picta < πηκτή)
πλαζ < γαλλ. plage < ιταλ. piaggia = πλαγιά, ακρογιαλιά < λατ. plagia = επικλινές έδαφος < πλάγιος
πρωτεΐνη < γαλλ. protéines < πρωτεῖος
σαντούρι < τουρκ. santur < αραβ. santur < αραμ. psantrin < αρχ. ψαλτήριον (είδος άρπας)
σαρίκι < τουρκ. sarik = τουρμπάνι < καισαρίκιον (βασιλικό στέμμα) < Καίσαρ
σκίτσο < ιταλ. schizzo < λατ. schedium < αρχ. σχέδιος
σπάτουλα < βεν. spatula < υστ.λατ. spatula: υποκορ. του spat(h)a < αρχ. σπάθη
ταλέντο < ιταλ. talento < λατ. talentum = θείο δώρο (βάσει της παραβολής) < τάλαντον
τεφτέρι < τουρκ. tefter < αραβ. diftar < ελνστ. υποκορ. διφθέριον < αρχ. διφθέρα
τουρ = περιήγηση < γαλλ. tour < tourner = περιστρέφω, γυρίζω < λατ. tornare = γυρίζω τον τροχό, τον τόρνο < tornus < τόρνος (από μεταπτ. βαθμίδα του θέμ. του τείρω = τρυπώ // ίδια αρχή έχουν και οι λέξεις τουρισμός, τουρνουά, τουρνέ)
τσιμινιέρα = καπνοδόχος < ιταλ. ciminiera < γαλλ. cheminée < υστλατ. caminata < λατ. caminus < αρχ. κάμινος